- ὀλιγόσπερμος
- ὀλιγόσπερμοςhaving little seedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγόσπερμος — και λιγόσπερμος, η, ο (Α ὀλιγόσπερμος, ον) αυτός που έχει ή παράγει λίγο σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ ὀλιγόσπερμά ἐστι», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ πληθ. ως ουσ.) τα ολιγόσπερμα φυτά που περιέχουν ή παράγουν λίγα σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ὀλιγοσπερμότερον — ὀλιγόσπερμος having little seed adverbial comp ὀλιγόσπερμος having little seed masc acc comp sg ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόσπερμον — ὀλιγόσπερμος having little seed masc/fem acc sg ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόσπερμα — ὀλιγόσπερμος having little seed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
λιγόσπερμος — η, ο βλ. ολιγόσπερμος … Dictionary of Greek
ολιγόχους — ὀλιγόχους, ουν και οος, οον (Α) 1. ολιγόσπερμος 2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά χους] … Dictionary of Greek